- σκολιοδρόμος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) (για τη σελήνη) αυτή που διαγράφει καμπύλη τροχιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος, στρεβλός» + δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιοδρόμοι — σκολιοδρόμος going in an oblique orbit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιοδρομώ — έω, Α [σκολιοδρόμος] διαγράφω καμπύλη τροχιά … Dictionary of Greek